Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με το Γιώργο Σεφέρη. Το όνομα του μεγάλου ποιητή είναι ξακουστό σε όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα, ενώ τα αθάνατα έργα του αποτελούν ανεκτίμητη συμβολή στον εμπλουτισμό της παγκόσμιας ποίησης. Τιμήθηκε και βραβεύτηκε από πολλούς φορείς και Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του κόσμου. Ταξίδεψε σε Ευρώπη και Αμερική, τιμώμενος για το έργο του με το οποίο ανανέωσε και αναζωογόνησε την ελληνική ποίηση. Ως το τέλος της ζωής του κατοικούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Σκουφά, στην Αθήνα. Ο ανεπανάληπτος τεχνίτης του λόγου, αφοσιωμένος στην ποίηση, ο εξέχων λυρικός και εξέχων δραματικός. Ο πρωτοπόρος μετατροπέας του διαλογισμού σε γλώσσα συγκίνησης. Ο πατροπαράδοτος και κλασικός, αλλά και ο μοντερνιστής. Ο μυθογράφος και ο ιστορικός. Ο μάστορας της αλληγορίας, της μεταφοράς και της παρομοίωσης.
Ο μελλοντικός ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη) γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στην πόλη του Ηρακλείου Κρήτης και ήταν το έκτο παιδί του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Λέσβο και είχε εγκατασταθεί στο Ηράκλειο από το 1895, όταν, σε συνεργασία με τον αδελφό του, ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν από τον Παππάδο της Λέσβου. Το 1914 ο κ. Αλεπουδέλλης μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σε ηλικία έξι (6) ετών ο Οδυσσέας εγγράφηκε στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου μαθήτευσε κοντά σε γνωστούς δασκάλους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και ο Ι.Θ. Κακριδής.
Το Σεπτέμβριο του 1924 ο Ελύτης εγγράφεται στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Κατά την περίοδο των σπουδών αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», δημοσιεύοντας τα ποιήματά του υπό διάφορα φιλολογικά ψευδώνυμα. Το καλοκαίρι του 1928 παίρνει το απολυτήριο του γυμνασίου. Με την παρότρυνση των γονέων του, ο Οδυσσέας επιλέγει τη χημεία ως μελλοντικό του επάγγελμα και ξεκινά ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου ακαδημαϊκού έτους. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έρχεται σε επαφή με τα λογοτεχνικά έργα του Καβάφη και του Κάλβου, ανανεώνοντας τη γνωριμία του με την εξαιρετικά γοητευτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα γνωρίζεται με το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν αισθητά στις απόψεις του για τη λογοτεχνία.
Το 1930 ο Ελύτης εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντούτοις δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ήταν αυτός που μύησε τον Ελύτη στο κίνημα. Ο Ελύτης, βεβαίως, δεν υποτάχθηκε ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, όμως άντλησε με προσοχή ορισμένα στοιχεία του και τα προσάρμοσε στο έργο του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943), ανάμεσα στα οποία υπήρξαν οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ήλιος ο πρώτος» (1943), διακρίνονται από βαθύτατη κατανόηση του νησιώτικου βίου, από μία εξαιρετική, σχεδόν παγανιστική, λατρεία της ελληνικής φύσης, ενώ ταυτοχρόνως ξεχειλίζουν από στοιχεία της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και, προπαντός, της μυθολογίας.
Το Δεκέμβριο του 1940 ο ποιητής κατατάχθηκε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με βαρύ κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, την παραμονή της εισόδου των Γερμανών στην πόλη, έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο να παραμείνει εκεί και στο να συλληφθεί ως αιχμάλωτος πολέμου ή να μεταφερθεί στην Αθήνα με κίνδυνο της ζωής του. Επέλεξε το δεύτερο. Οι φοβερές συνέπειες του πολέμου σημάδεψαν τον ποιητή. Όπως και η εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας, εξαντλημένης από την Κατοχή, αλλά και τον Εμφύλιο. Στα ποιήματά του είναι αισθητή ο οργή. Το ελληνικό τοπίο χρησιμοποιείται μεταφορικά και υμνεί την ευλογημένη ελευθερία, ενώ στιγματίζει τον πόλεμο και την υποταγή της ψυχής. Ο «Ήλιος ο πρώτος» είναι το πρώτο λαμπρό παράδειγμα της ποιητικής ωριμότητας του λογοτέχνη.
Μία από τις κατεξοχήν δημιουργίες του Ελύτη υπήρξε το ανεπανάληπτο ποίημα «Το Άξιον Εστί» (1959), το αριστούργημα, με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε την τιμητική του θέση στην εθνική λογοτεχνία. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την τεράστια καλλιτεχνική αξία του, καθώς και την τεχνική του τελειότητα. Η γλώσσα του εκτιμήθηκε για την κλασσική της ακρίβεια, ενώ η αυστηρή δόμησή της χαρακτηρίστηκε ως φαινόμενο που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον εθνικό χαρακτήρα του «Άξιον Εστί» τόνισαν πολλοί διακεκριμένοι φιλόλογοι, μεταξύ των οποίων ο Δημήτριος Μαρωνίτης και ο Γιώργος Σαββίδης. Ο τελευταίος υπογράμμισε ότι ο Ελύτης, όσο κανένας άλλος, δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό των κορυφαίων ποιητών της εποχής - του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
Η κλίση του ποιητή τόσο προς την ελληνική παραδοσιακή κληρονομιά όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον ώθησαν να δημιουργήσει ένα εντελώς δικό του, ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά συγχρόνως και εθνικό. Στο πρωτότυπο έργο του αντικαθρεφτίζεται παραστατικά η εκπληκτική ικανότητά του να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και να τη μεταμορφώνει σε «ποίηση», είτε πρόκειται για ποιητικές συλλογές είτε για πεζά και δοκίμια. Ο Οδυσσέας Ελύτης διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης και ξεχωρίζει για την ηθικότητα, την εκφραστικότητα και τη διαφάνεια του λόγου του, που εξευγενίζει την ψυχή, τη γαληνεύει και τη γεμίζει με νέες ελπίδες. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η πρωταρχική επιθυμία του Ελύτη… Να πατήσει γερά στις αξίες, να δυναμώσει το «ελληνικό» πνεύμα και να εμφυσήσει το όραμα…
Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής απεβίωσε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα. Κηδεύτηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, με χριστιανική σιωπή, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, χωρίς να εκφωνηθούν επικήδειοι, ούτε δημοσία δαπάνη, όπως συνηθίζεται