HCC
RU GR

Ιστορία του Πόντου: από το χθες στο σήμερα

Added: 2014/03/12 12:22

map

Ο Πόντος από τα αρχαία χρόνια αποτελούσε παραλιακή χώρα: η έκταση κάλυπτε τις εκτάσεις ανάμεσα στο Φάση ποταμό, όπου σήμερα βρίσκεται η Βατούμ, και την Ηράκλεια, όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος, о Ξενοφώντας και άλλοι. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αυτή χρονολογείται από τους μυθικούς χρόνους, όταν την εποχή του χαλκού οι Έλληνες τόλμησαν να γνωρίσουν τον επικίνδυνο Εύξεινο Πόντο με τις μακρινές και απρόσιτες παραλίες του. Η αναζήτηση πολύτιμων μεταλλευμάτων οδήγησε πολλούς ταξιδευτές στην περιοχή γύρω στα 1000 π.Χ. με πρώτη οργανωμένη αποστολή στην Κολχίδα αυτήν του Ιάσονα και των Αργοναυτών.

Αργότερα, το 800 π.Χ., οι πρώτοι εμπορικοί σταθμοί γίνονται οικιστικά κέντρα. Η Μίλητος ήταν η πρώτη που εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική της, ιδρύοντας τη Σινώπη. Στη συνέχεια η Σινώπη ίδρυσε το 756 π. Χ. την Τραπεζούντα, το Πτέριον κ.ά. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας, η περιοχή του Πόντου ήταν πλούσια σε νερό και καλλιέργειες, με αποτέλεσμα σ’ έναν αιώνα οι αφιλόξενες παραλίες να γεμίσουν με ελληνικές αποικίες. Τον 6ο αι. π.Χ. υπήρχαν 75 αποικίες και ήταν ραγδαία η ανάπτυξη των πολιτειών, οι οποίες έγιναν πολυπληθή αστικά κέντρα.

Από τον 5ο αι. π. Χ. η Κριμαία ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Αθήνας. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατεύσει τα εμπορικά του συμφέροντα σ’ αυτή την πλούσια χώρα, έκτισε κατά μήκος των ακτών στρατιωτικές αποικίες. Η εμπορική, οικονομική και στρατηγική σημασία που είχε για την Αθήνα αυτή η περιοχή αποδεικνύεται από την επίσκεψη του Περικλή το 453 π.Χ. Οι Έλληνες στις αποικίες κρατούσαν με σεβασμό τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις που είχαν φέρει από τη μητρόπολη.  Ο Ξενοφώντας το 401 π.Χ. περιγράφει τη ζωή των Ελλήνων στην Τραπεζούντα, τονίζοντας την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου. Το ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός κυριάρχησαν πολύ νωρίς στις αποικίες του Πόντου, ενώ οι εύφορες περιοχές πρόσφεραν πολύτιμα προïόντα για την ελληνική οικονομία – τις πρώτες ύλες, τα δημητριακά, την ξυλεία, το λινάρι και αργότερα τα προϊόντα από το πλούσιο υπέδαφος της περιοχής, ασήμι, χαλκό, σίδηρο.

Μέχρι τα αλεξανδρινά χρόνια, χάρη στη συνετή πολιτική τους, όλες οι παραλιακές πόλεις με κύρια την Τραπεζούντα έμειναν ανεξάρτητες και αυτόνομες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, οι πόλεις αυτές δεν υποδουλώθηκαν ουσιαστικά στους Πέρσες, αλλά μόνον τυπικά. Στην ελληνιστική περίοδο οι ελληνικές πόλεις έφτασαν στο απόγειο της οικονομικής τους δύναμης και η επίδραση του ελληνικού στοιχείου στους γηγενείς λαούς συνέχιζε να είναι ισχυρή, με αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή τους. Στα χρόνια της βασιλείας των Μυθριδατών, ο Πόντος απέκτησε μεγάλη φήμη, γιατί καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα επικοινωνίας των πολυάριθμων και πολύγλωσσων εθνοτήτων της Μ. Ασίας.

Την 1η περίοδο της Ρωμαιοκρατίας μετά το 63 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος ύπατος Πομπήιος κατέλαβε την Τραπεζούντα, η ακμή συνεχίστηκε, καθώς οι Έλληνες διατήρησαν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους. Η απουσία της κεντρικής ρωμαïκής εξουσίας έδινε τη δυνατότητα στους Έλληνες να αναπτύσσουν τις ποικίλες ικανότητες τους. Τα κτίρια, οι ξενώνες, οι τάφοι μαρτυρούν τον πλούτο των πόλεων και αποδεικνύουν ότι η ελληνική τέχνη και επιστήμη καλλιεργούνταν συστηματικά σε όλες τις πόλεις του Πόντου. Τη 2η περίοδο της ρωμαιοκρατίας η εφαρμογή της αυταρχικής διακυβέρνησης του Διοκλητιανού (από το 284 έως το 305) και των άλλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων υπήρξε η αρχή μιας κρίσιμης περιόδου για τον Πόντο, όπου οι  ελληνικές πόλεις σταμάτησαν να αυτοδιοικούνται.

Ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός δημιούργησαν την βυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά την μακραίωνη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ανοικοδομήθηκαν τα ρωμαïκά τείχη. Έγιναν λιμενικά έργα, νέα οικιστικά κτίρια και στρατόπεδα μέσα στην πόλη της Τραπεζούντας, για να φιλοξενηθεί η Πρώτη Ποντιακή Λεγεώνα. Οι Τραπεζούντιοι άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία της πόλης τους στον άξονα Ανατολή-Κωνσταντινούπολη και το μεσολαβητικό τους ρόλο για τις σχέσεις της πρωτεύουσας με τα ομόθρησκα και συμμαχικά κρατίδια της γειτονικής Γεωργίας.

Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στον Πόντο πολύ νωρίς από τους Αποστόλους Ανδρέα και Πέτρο, με πρώτο ιεραποστολικό σταθμό την Αμισό. Παρά τα προβλήματα που προκαλούσαν οι ειδωλολάτρες και η Ρώμη, η χριστιανοσύνη ρίζωνε σταθερά στις επαρχίες του Πόντου. Στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284- 305), Γαλερίου (306-311) και Μαξιμίνου (305-311) ο Πόντος πέρασε μια κρίσιμη εικοσαετία θρησκευτικών διωγμών, με αποτέλεσμα τη φυγή πολλών χριστιανών στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο οι διωγμοί δυνάμωναν τον αγώνα για τη διάδοση του χριστιανισμού. Δημιουργήθηκε μια τάξη μαρτύρων του Χριστού με σημαντικότερους τους Ευγένιο από την Τραπεζούντα, τον Ουαλεριανό από την Εδίσκη, τον Κανίδιο από την Τσολόσαινα και τον Ακύλα από τη Γοδαίνη της Χαλδίας. Ιδρύθηκαν ναοί και μοναστήρια με σημαντικότερα του Αγ. Ιωάννου Βαζελώνος, της Παναγίας Σουμελά, του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα κ.ά, τα οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και τη διάσωση του χριστιανισμού και του ελληνισμού.

Μετά το Μέγα Θεοδόσιο ένα μέρος του ανατολικού Πόντου πέρασε στην εξουσία της δυναστείας των Περσών. Η περιοχή της Τραπεζούντας και η επαρχία της Χαλδίας ευτύχησαν να μη γνωρίσουν την ασιατική καταπίεση. Με τη νίκη του Ιουστινιανού οι Πέρσες εκδιώχτηκαν από τις περιοχές φυλής του Πόντου, γεγονός που συνέβαλε στον εκχριστιανισμό ακόμη και της τελευταίας ειδωλολατρικής φυλής του Πόντου, των Τζάνων, λαού κατεξοχήν πολεμικού. Στα χρόνια του Λέοντα Γ΄ του Ισαύρου ο Πόντος ανάκτησε τη γεωπολιτική, στρατιωτική και οικονομική προνομιακή του θέση και η Τραπεζούντα τον 10ο αι. έγινε σπουδαίος εμπορικός σταθμός.

Μετά τον 11ο αι. η απέλαση των αρμενικών φύλων στην Καππαδοκία και την Κιλικία ευνόησε τις εισβολές των Σελτζούκων. Η πολεμική επιχείρηση απομάκρυνσης των Σελτζούκων από τον αυτοκράτορα Ρωμανό (1067-1071) κατέληξε στην καταστροφική ήττα της μάχης του Μαντζικέρτ,  που είχε ως αποτέλεσμα την ελεύθερη επέλαση των Σελτζούκων, οι οποίοι ανεμπόδιστοι κατέκλυσαν τη Μ.Ασία και δημιούργησαν ξεχωριστά κράτη, το σουλτανάτο του Ρουμ και το εμιράτο των Ντανισμενίδων με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια.

Αυτή την περίοδο της κρίσης το Βυζάντιο αδιαφόρησε για τα ανατολικά του σύνορα και άλλαξε την κοινωνική πολιτική του προς τους ακρίτες του Πόντου, με αποτέλεσμα τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου να καταστούν ευάλωτα σε κάθε εχθρό. Οι ακρίτες δεν είχαν πλέον λόγους να πολεμούν για τον τόπο τους. Πολλοί έφυγαν για πιο εύπορες περιοχές. Άλλοι πάλι αναγκάστηκαν να πολεμήσουν για να ελευθερώσουν τις περιοχές τους από τους Σελτζούκους και τους ανατολικούς εχθρούς, χωρίς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια του Βυζαντίου.

Η Τραπεζούντα τον 14ο αι. υπήρξε κέντρο της αστρονομίας και των μαθηματικών με ονομαστούς δασκάλους. Άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου την επισκέπτονταν για να σπουδάσουν. Στη σχολή της Τραπεζούντας δίδαξε επίσης ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, ενώ πολλοί ιστορικοί από την Τραπεζούντα, όπως ο Θεωνάς, ο Μιχαήλ Πανάρετος, ο Ανδρέας Λιβαδινός, ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, έγραψαν εξαίρετα ιστορικά, φιλολογικά εθνολογικά και γεωγραφικά συγγράμματα. Η Τραπεζούντα ως πρωτεύουσα του παρευξείνιου ελληνισμού, εκτός από πνευματικό κέντρο, υπήρξε και κόμβος εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στις χώρες της Ανατολής και της Δύσης, με αποτέλεσμα στην αγορά της να συναντώνται λαοί από την Ασία και την Ευρώπη, οι οποίοι μετέφεραν μια πολυχρωμία από γλώσσες, ενδυμασίες και θρησκείες.

Με την άλωση της Πόλης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 αρχίζει και για τον ποντιακό ελληνισμό η σκληρή οθωμανική κυριαρχία. Το παλάτι των Κομνηνών μετατράπηκε σε στρατώνα γενιτσάρων. Η Παναγία η Χρυσοκέφαλος έγινε τζαμί, ενώ πολλοί Έλληνες των πλούσιων παραλιακών πόλεων και των χωριών πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Άλλοι μετοίκησαν στα παράλια της μεσημβρινής και της νότιας Ρωσίας, άλλοι στις παραδουνάβιες περιοχές και άλλοι στις απάτητες βουνοκορφές του εσωτερικού Πόντου, κτίζοντας καινούρια ελληνικά χωριά και πόλεις.

Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές μετοικεσίες μπορεί να αλλοίωσαν την κοινωνική δομή της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν την τραυμάτισαν θανάσιμα, γιατί τα μόνιμα όπλα του ελληνισμού - η θρησκεία, η γλώσσα και η μακραίωνη πολιτιστική παράδοση - αντιστάθηκαν στην οθωμανική βία. Όσοι αντιστάθηκαν, οι νεομάρτυρες, που μαρτύρησαν δημόσια στο όνομα του χριστιανισμού αποκηρύσσοντας τον ισλαμισμό, οι ατρόμητοι αντάρτες, τα παλικάρια του Πόντου που κατέφυγαν στα βουνά, απετέλεσαν ηρωικά πρότυπα. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821, οι αδελφοί Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν Πόντιοι της Διασποράς.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα ο ελληνισμός του Πόντου άρχισε να ξαναριζώνει στον τόπο του. Τη θέση των Ελλήνων ενίσχυσαν τα μοναστήρια και τα μεταλλεία του Πόντου, που ήταν γνωστά από την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Οι Έλληνες μεταλλωρύχοι είχαν αποκτήσει μια σχεδόν μονοπωλιακή θέση σε όλους τους τομείς των ορυχείων. Οι σουλτάνοι, που χρειάζονταν χρήματα για τη συνέχιση των κατακτητικών τους πολέμων, έθεσαν όλα τα ορυχεία και μεταλλουργεία υπό την εποπτεία τους.  Τα προνόμια που δόθηκαν στους μεταλλωρύχους οδήγησαν πολλούς χριστιανούς στις ποντιακές κοινότητες των ορυχείων, ενώ ανάλογα προνόμια είχαν επίσης όσοι δούλευαν στα ναυπηγεία.

Στη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας μπόρεσε μια μεγάλη κατηγορία χριστιανών να αντισταθεί στον εξισλαμισμό. Ήταν οι Κρυπτοχριστιανοί -  οι λαθρόβιοι χριστιανοί, που αναγκάστηκαν να δεχτούν εξωτερικά μόνο τον ισλαμισμό, διατηρώντας στα βάθη της ψυχής τους τη χριστιανική πίστη και, όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, την ελληνική γλώσσα. Το φαινόμενο της αποκρυφίας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αποκαλύφθηκε επίσημα το 1856. Οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκμεταλλευόμενοι την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος «Χάτι Χουμαγιούν» που υποσχόταν θρησκευτική και πολιτική ελευθερία σε όλους τους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συγκεντρώθηκαν το Μάρτιο του 1857 στη μονή της Θεοσκεπάστου και  ορκίστηκαν να αγωνιστούν μέχρι την τελική νίκη, αψηφώντας την εξορία, το θάνατο και τ' άλλα βασανιστήρια, με τα οποία τους εκβίαζαν οι οθωμανικές αρχές. Η αντιπροσωπευτική επιτροπή, που ορίστηκε από τους Κρυπτοχριστιανούς, με επιστολή της προς τις πρεσβείες των Μ. Δυνάμεων πέτυχε να αναγνωρισθούν οι πρώτοι Κρυπτοχριστιανοί ως χριστιανοί.

Οι οθωμανικές αρχές μπροστά στον κίνδυνο του εκχριστιανισμού του Πόντου μηχανεύτηκαν διάφορους τρόπους καταστολής, όπως τη στρατολόγηση όλων όσων αναγνωρίστηκαν ως χριστιανοί. Η στρατολόγηση των κρυπτοχριστιανών σήμαινε σίγουρο θάνατο στα οθωμανικά στρατόπεδα. Γι αυτόν τον λόγο πολλοί κρυπτοχριστιανοί έφυγαν στην ομόθρησκη Ρωσία. Το 1910 η νεοτουρκική βουλή αναγκάστηκε να αναγνωρίσει μια μεγάλη κατηγορία κρυπτοχριστιανών ως γνήσιους χριστιανούς. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, το 1914 επίσημα καταγραμμένοι ήταν 43.000 κρυπτοχριστιανοί.

Το δυσοίωνο κλίμα για τους υπόδουλους Έλληνες άρχισε σταδιακά να υποχωρεί μετά την παραχώρηση των ειδικών προνομίων, γνωστών στην παγκόσμια ιστορία με τους νομικούς όρους «Χάτι Σερίφ» (1839) και «Χάτι Χουμαγιούν» (1856). Η θεωρητική ισονομία και η θρησκευτική ελευθερία μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησαν στην αύξηση του ποντιακού πληθυσμού, την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και την ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης. Ο ποντιακός ελληνισμός εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του και κατέβηκε στις παραλιακές περιοχές, όπου έκτισε χωριά και σχολεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε ξανά στα χέρια του το εμπόριο του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας, ενώ η Τραπεζούντα ξαναβρήκε τις παλιές της δόξες.

Η γεωργική οικονομία στηριζόταν κυρίως στο σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, τα όσπρια, τα πορτοκάλια και τα εξαίρετα καπνά. Τα τυροκομικά προϊόντα του Πόντου ήταν και είναι επίσης δημοφιλή στις αγορές πολλών πόλεων. Η οροσειρά Παρυάδρου, πλούσια σε ορυχτά, έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας μεταλλείων στις περιφέρειες της Αργυρούπολης και της Τρίπολης. Εξίσου αναπτυγμένη ήταν η βιοτεχνία στο χώρο της χρυσοχοΐας, της σιδηρουργίας, και της χαλκουργίας, καθώς επίσης και η ναυπηγική. Η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο με κυριότερα λιμάνια την Αμισό, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, την Οδησσό, το Νοβοροσίσκι και τη Σεβαστούπολη. Η Τραπεζούντα μέχρι το 1869 ήλεγχε το 40% του εμπορίου της Περσίας και το εμπόριο απέφερε περίπου 200.000.000 φράγκα κέρδος το χρόνο.

Η οικονομική άνθιση στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που είχε ιδρύσει το 1682 ο μεγάλος Τραπεζούντιος δάσκαλος Σεβαστός Κυμινήτης και λειτούργησε παρά τις αντιξοότητες μέχρι το 1922, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανάπλαση των Ελληνοποντίων. Στις αρχές του 20ού αι. δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δική του εκκ&lamb

Επιστροφή στο κύριο τμήμα

Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στη Μόσχα
Site map

Feedback