Στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Ρωσία — Τουρκία — Ελλάδα: δυνατότητες διαλόγου στα Βαλκάνια», που οργανώθηκε από το Ινστιτούτο Σλαβικών Μελετών (και Βαλκανικής) της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας. Κατά την έναρξη του Συνεδρίου, με χαιρετισμό απευθύνθηκε η διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού – Κ.Ε.Π., διδάκτωρ ιστορίας, Δώρα Γιαννίτση, το κείμενο της οποίας παρατίθεται κατωτέρω.
Επίσης, παρατίθεται βίντεο από τις εργασίες του συνεδρίου
Επίσης, παρατίθεται το πρόγραμμα του συνεδρίου https://yadi.sk/i/wX7PjHl8q9I88A
Αξιότιμοι συνάδελφοι, Αγαπητοί φίλοι!
Για εμένα είναι ιδιαίτερη χαρά και εξαιρετική τιμή να απευθύνω χαιρετισμό σε ένα τόσο σημαντικό επιστημονικό γεγονός, στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Ρωσία-Τουρκία-Ελλάδα – δυνατότητες διαλόγου στα Βαλκάνια», με τη συμμετοχή επιφανών εμπειρογνωμόνων, επιστημόνων, επαϊόντων. Η επιλεχθείσα θεματική και η χρονολογική συγκυρία διεξαγωγής του Συνεδρίου, υπό το πρίσμα των σύγχρονων γεωπολιτικών διαδικασιών και γεγονότων, αποφαίνονται όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρα και επιβεβλημένα.
Κοιτάζοντας προσεκτικά τις ανακοινώσεις στο συνέδριο, η προσοχή μου, ως Ελληνίδας, επικεντρώθηκε στην ανακοίνωση της διδάκτορος ιστορίας Άννας Λουμπότσκαγια με τίτλο «Ο αιώνιος φίλος και ο αιώνιος εχθρός: η μορφή της Ρωσίας και της Τουρκίας στη συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων».
Ουσιαστικά, στη γενετική μνήμη των Ελλήνων ο ρούσικος λαός ταυτίζεται με το ρούσικο ξανθόμαλλο γένος, που θα έρθει να μάς ελευθερώσει, όπως, χαρακτηριστικά, λέει και το δημοτικό μας τραγούδι – «…πότε θα΄ρθει ο Μόσκοβας να μάς ελευθερώσει…».
Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί το μέγεθος, η δυναμική, το μεγαλείο και η μεγαλοπρέπεια στην κοινή ιστορία των δύο κόσμων μας, η απαρχή της οποίας, ιστορικά, πολιτισμικά αλλά και γεωγραφικά μάς παραπέμπει στην μυθολογία [9ος άθλος του Ηρακλή, Θησέας, Τελαμώνας, ζώνη Ιππολύτης, Προμηθέας Δεσμώτης, ιάσων και Αγοναυτική Εκστρατεία, και συνεχίζει με την ιστορική πραγματικότητα, από την αρχαιότητα ακόμη,, με το αποικισμό, η δημιουργία ελληνικών πόλεων-κρατών σε όλη την Παρευξείνια Ζώνη των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο αρχίζει μετά τον Τρωικό πόλεμο το 1100 π.Χ. Η Σινώπη (785 π. Χ), πατρίδα του κυνικού φιλοσόφου Διογένη, του κωμικού ποιητή Δίφιλου και του ιστορικού Βάτωνα, ήταν η πρώτη αποικία της Μιλήτου στον Εύξεινο Πόντο το 786 π.Χ. και σαν έδρα εμπορίου, έγινε πολύ σύντομα ένα αξιόλογο λιμάνι με πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Ακολούθησαν η Τραπεζούντα (756 π.Χ), η Κερασούντα (700 π.Χ), η Αμισός (Σαμψούντα- 600 π.Χ), η Οδησσός, ο Βαθύς Λιμένας (Βατούμ), η Διοσκούρια (Σοχούμι), η Πιτιούντα, η Αρχαιόπολις (Νοκολακέβι), τα Κοτύωρα (Ορντού), η Τρίπολη, η Αμάσεια, η Ιωνόπολη (Ινέμπολη), η Χερσόνησος, το Παντικάπαιον και άλλες] ενώ από το Μεσαίωνα και έπειτα, από την εποχή των εμπορικών ταξιδιών των σκανδιναβικών λαών προς το Βυζάντιο μέσω των ρωσικών πόλεων, γνωστών ως «πορείες από τους Βαράγγους στους Έλληνες» και με τον ασπασμό του Χριστιανισμού από τους Ρως από το Βυζάντιο, την βάπτιση του ηγεμόνος του Κιέβου, του Ρώσου πρίγκηπα Βλαδίμηρου στη Χερσόνησο της Ταυρίδας και τον γάμο του με τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα, ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ στην ιστορία και στην πορεία των δύο αυτών κόσμων, η ιστορική, πολιτισμική, πνευματική κοινότητά μας ενισχύεται με αδιάλειπτους δεσμούς.
Κατά τη νεότερη εποχή αυτή η εγγύτητα καλλιεργείται. Αναπτύσσεται στο πλαίσιο των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στη σύμπτωση των συμφερόντων της με τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες του ελληνικού λαού να ανατρέψει τον ξένο, τον οθωμανικό ζυγό. Ως αποτέλεσμα των εκστρατειών στη Μεσόγειο του ρωσικού στόλου του δεύτερου ήμισυ του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα, οι διαπροσωπικές επαφές και σχέσεις μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού και του ρωσικού λαού, των Ρώσων στρατιωτικών, αναπτύσσονται, διευρύνονται, ολοένα και ενισχύονται. Υφίστανται πολλές πηγές από τα απομνημονεύματα Ρώσων περιηγητών εκείνης της περιόδου σχετικά με το πώς οι Ρώσοι ναυτικοί βοηθούν τον ελληνικό πληθυσμό στην αποκατάσταση των Ορθόδοξων εκκλησιών, υποδομών κ.λπ. που καταστράφηκαν από τις Οθωμανικές αρχές.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όταν το 1821 στην Ελλάδα ξεσπά η Επανάσταση, οι Έλληνες όλο και περισσότερο προσανατολίζονται προς τη Ρωσία, αποσκοπούν στην υποστήριξή της ως εγγύηση για την επίτευξη του σκοπού τους, δηλαδή την επιτυχή έκβαση του αγώνα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Πόσο μάλλον που ίσως για πρώτη φορά τίθεται με τέτοια οξύτητα το ζήτημα ζωής ή θανάτου για τους Έλληνες. Ευρισκόμενος στο επίκεντρο της ενόπλου σύρραξης, ο Ρώσος προσκυνητής Κιρ Μπρόννικωφ, δουλοπάροικος των Σερεμέτιεφ, περιγράφει ως εξής τη κοινή γνώμη και τις διαθέσεις των κατοίκων της Σκοπέλου, κοντά στο Άγιο Όρος: «Οι κάτοικοι βρίσκονταν σε μεγάλη θλίψη, ιδίως οι γυναίκες. Συναντώντας μας στο δρόμο και μη γνωρίζοντας τη ρωσική γλώσσα, ξέπνοες και μέσα στα δάκρυα μας έλεγαν τα εξής, τα οποία μας εξήγησε αργότερα διερμηνέας: «εάν δε μας βοηθήσει η Ρωσία, τότε εμείς οι Έλληνες χαθήκαμε»,
Αναμφίβολα είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί ο ρόλος της ρωσικής διπλωματίας, αλλά και των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, στην υπόθεση της απελευθέρωσης των Ελλήνων.
Ελλάδα - αναμφίβολα μία από τις σαγηνευτικότερες γωνιές του πλανήτη, τόπος απαράμιλλου φυσικούς κάλλους, αισθησιακής φυσικής ομορφιάς, αλλά και εξαιρετικά πλούσιας ιστορίας και πολιτισμού, ανεπανάληπτων μνημείων, μοναδικής πολιτισμικής κληρονομιάς, γενέτειρα διαχρονικών αξιών και ιδεωδών, που αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους δημιουργούς, για ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών ανά τους αιώνες και δεν δύναται να αφήσει αδιάφορο και ασυγκίνητο και τον πλέον απαιτητικό περιηγητή.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στο Ρώσο περιηγητή, διπλωμάτη Βλαντίμιρ Ορλόβ-Νταβίντοβ, που επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1835:
«Όσο μακρύ και να διαγράφεται το μέλλον του Βορρά, άλλο τόσο εκτείνεται σε βάθος και το παρελθόν της Ελλάδας, και όταν η δύναμη του ατμού θα εκμηδενίσει τις αποστάσεις σε όλη τη γήινη σφαίρα και θα αντικαταστήσει την εργασία χιλιάδων ανθρώπων, ακόμη και τότε ο ανθρώπινος νους δεν θα καταφέρει να δημιουργήσει τίποτα τελειότερο, από την Ιλιάδα και τον Παρθενώνα.»
[«Ταξιδιωτικές σημειώσεις του Βλαντίμιρ Νταβίντοβ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Ιόνια Νησιά, στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Τουρκία το 1835. Μέρη 1-2. Αγία Πετρούπολη. Τυπογραφείο Εντουάρντ Πρατς & Co., 1839-1840._/ Путевые записки, веденные во время пребывания на Ионических островах, в Греции, Малой Азии и Турции в 1835 году Владимиром Давыдовым. Ч. 1-2. СПб., Тип. Эдуарда Праца и КО., 1839-1840.]
Εν κατακλείδι κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Αλεξάντρ Μιλιουκώφ, Ρώσου περιηγητή του δεύτερου ήμισυ του 19ου αι., ο οποίος επισκέφθηκε τη Χώρα μας. Πρόκειται για το 1857, περίοδο μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, όταν η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας όλο και περισσότερο προσανατολίζεται προς τη Δύση, ενώ η επιρροή της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή είναι αποδυναμωμένη. Ο Μιλιουκώφ αναφέρει ότι κατά τον περίπατό του στους πρόποδες της Ακρόπολης και συνοδευόμενος από έναν Έλληνα γνωστό του, με τον οποίο επικοινωνούσε στη γαλλική, συνάντησε έναν ηλικιωμένο Έλληνα βοσκό. Ο βοσκός, στην αρχή, νόμισε ότι ο ξένος περιηγητής είναι Γερμανός, αφού, όμως, έμαθε ότι πρόκειται για Ρώσο “το συνοφρυωμένο πρόσωπο του γέροντα φωτίστηκε. –Ρώσος! – είπε ο γέρος τοποθετώντας το χέρι στην καρδιά, - κάθισε, κάθισε! Οι Ρώσοι είναι προσκεκλημένοι μας! Οι Ρώσοι είναι αδέρφια μας!”[1]
Παρόμοια σκηνή αναφέρει και ο Ρώσος περιηγητής Λ.Α. Μπένικε, περιγράφοντας τη συνάντησή του με Έλληνες χωρικούς, μισό αιώνα αργότερα: “Μαθαίνοντας ότι είμαι Ρώσος αυτοί (οι χωρικοί – Θ.Γ.) χάρηκαν και μου δήλωσαν ότι τους Ρώσους τους θεωρούν αδερφούς τους”.[2]
Ειλικρινά, είμαι πεπεισμένη, έχοντας πλέον συμπληρώσει τριάντα (30) συνεχόμενα έτη εγκατάστασης και διαμονής στη Ρωσία, ότι αυτά τα λόγια του Έλληνα βοσκού χαρακτηρίζουν με το βέλτιστο τρόπο τις σχέσεις των δύο λαών διαχρονικά, πρωτίστως σε διαπροσωπικό επίπεδο, σε επίπεδο απλών ανθρώπων, ανεξαρτήτως πολιτικών συγκυριών, ισορροπιών και ενίοτε πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, δυνάμεθα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπ΄όψιν το κύρος της Ρωσίας, το διπλωματικό δυναμικό και βάρος της, θα είναι σε θέση να αποβεί διαμεσολαβητής στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, διασφαλίζοντας τις ισορροπίες και την σταθερότητα στην περιοχή. Τουλάχιστον, το ελληνικό κοινό, ο Έλληνας, αναμένει κάτι τέτοιο από το ξανθόμαλλο γένος.
Για άλλη μια φορά δεχθείτε την ευγνωμοσύνη μου για την πρόσκληση, τα συγχαρητήριά μου για μια τόσο υπέροχη πρωτοβουλία και εύχομαι επιτυχημένη, ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική εργασία του συνεδρίου.
Θεοδώρα Γιαννίτση